- φωσφορούχος
- -α, -ο(χημ.), αυτός που περιέχει φωσφόρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωσφορούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. 1. αυτός που περιέχει φωσφόρο, φωσφορώδης («φωσφορούχο υδρογόνο») 2. χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων τού φωσφόρου με τα διάφορα μέταλλα, ενώσεων που είναι γνωστές και ως φωσφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος + ούχος* (<… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
παραθείο — Δραστικό εντομοκτόνο που περιέχει την οργανική ένωση π νιτροφαινυλοθειο φωσφορικό διαιθύλιο. Πρόκειται για ένα υποκίτρινο υγρό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό, το οποίο όμως διαλύεται στην αλκοόλη. Εξαιτίας της μεγάλης τοξικότητάς του, η χρησιμοποίησή … Dictionary of Greek
φωσφορώδης — ες, Ν 1. φωσφορούχος 2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ β) «φωσφωρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ.… … Dictionary of Greek